- ραδιούργος
- -α, -ο / ῥᾳδιουργός, -όν, ΝΜΑ(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφοςνεοελλ.(για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπωναρχ.1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να κοπιάζει2. ασυνείδητος3. διεφθαρμένος, ανήθικος («ῥᾳδιουργὸς εἶναι ἐν τοῑς λόγοις καὶ ἐν τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.)4. (κατά τον Ησύχ.) πλαστογράφος5. (για πράγμα) ακάθαρτος, ρυπαρός6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ῥᾷδιουργότερονμε ρυπαρότητα.επίρρ...ραδιουργῶς Ασύμφωνα με τον τρόπο ή τους τρόπους που χρησιμοποιεί ο ραδιούργος, με δόλιο τρόπο, με ραδιουργίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾴδιος «εύκολος» αλλά και «απερίσκεπτος, αμελής, απρόσεκτος» + -ουργός / -ούργος (< ἔργον*), πρβλ. τεχνουργός, πανούργος. Το επίθ. από αρχική σημ. «αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, απρόσεκτα, απερίσκεπτα» εξελίχθηκε «επί κακῷ» στη σημ. «ασυνείδητος, διεφθαρμένος, ανήθικος»].
Dictionary of Greek. 2013.